- αθιβολή
- η беседа, собеседование, разговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι … Dictionary of Greek
αθιβολή — η 1. αμφιβολία: Πάντα ναι ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει (Ερωτόκριτος). 2. συζήτηση: Αθιβολή εβάλανε ποιος έχει κάλλιο μαύρο (δημ. τραγ.). 3. φιλονικία: Σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθιβολεύω — (I) ψαρεύω με αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος. ΠΑΡ. αθιβόλεμα]. (II) [αθιβολή] αθιβάλλω … Dictionary of Greek
ανθιβολή — η βλ. αθιβολή … Dictionary of Greek